ολημεριάζω

ολημεριάζω
και ολημερίζω και λημεριάζω [ολήμερος]
1. περνώ όλη την ημέρα μου κρυμμένος σε απόκρυφο τόπο, σε λημέρι, κάνω λημέρι, μένω σε λημέρι
2. περνώ κάπου άσκοπα και χωρίς λόγο την ημέρα μου, τεμπελιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”